ἀκμαίων

ἀκμαίων
ἀκμαί̱ων , ἀκμαῖος
in full bloom
fem gen pl
ἀκμαί̱ων , ἀκμαῖος
in full bloom
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • Ακμηνές — Μυθολογικές θεότητες ή νύμφες που είχαν βωμό στην Ιερά Άλτη της Ολυμπίας. Ήταν η θεοποίηση των ακμαίων δυνάμεων του σώματος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπούνι ή μούλλος — (mullus surmuletus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μουλιδών, της τάξης των περκόμορφων. Το μ., περιζήτητο από τα αρχαία χρόνια για την εύγευστη σάρκα του, έχει μέσο μήκος 30 περίπου εκ. και είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”